καλόπιοτος

καλόπιοτος
-η, -ο
1. αυτός που πίνεται ευχάριστα, εύκολα, εύγευστος
2. (ως ευχή) αυτός που θέλουμε να πίνεται με το καλό, με ευτυχία, να συνοδεύει ευτυχείς στιγμές, ευχάριστα γεγονότα («καλόπιοτο νά 'ναι το κρασί τής χρονιάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + -πιοτός (< πίνω), πρβλ. γλυκό-πιοτος, κακό-πιοτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλόπιοτος — η, ο αυτός που πίνεται με ευχαρίστηση ή ευκολία: Έχει και ένα καλόπιοτο κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”